Λίγες σκέψεις με αφορμή την πρόσφατη  αναγνώριση του σαξοφώνου από το Υπουργείο Πολιτισμού

 

‘Οταν  ο Βέλγος Αδόλφος Σαξ  δημιουργούσε στο εργαστήριό του το πρώτο “σαξόφωνο” γύρω στα 1846, αναμφισβήτητα δεν θα μπορούσε να διανοηθεί ότι στην Ελλάδα  η επίσημη κρατική αναγνώρισή του θα πραγματοποιούνταν μετά από 161 χρόνια , δηλ. το 2007!

 

Μαντεύω τί σκέπτεστε (μετά από ένα πιθανό πρώτο αυθόρμητο μειδίαμα): “Κάλλιο αργά παρά ποτέ”…Πρόκειται για μια άκρως ρεαλιστικά “ελληνική” αντίδραση σε μια κοινωνία που οι δείκτες της σύγχρονής της πολιτιστικής παραγωγής έχουν πεισματικά κολλήσει στα μοναδικά επιτεύγματα του Ελύτη και του Χατζιδάκι αρκετές δεκαετίες πίσω.

Όμως στην μεταολυμπιακή Ελλάδα του 2009  τί συμβαίνει στην  τέχνη της μουσικής? Η ελληνική μουσική εκπαίδευση πώς διαμορφώνεται? Ως πότε το Βασιλικό Διάταγμα του 1957 (αυτό που ορίζει τη μουσική εκπαίδευση) θα “συνάδει” με την ηλεκτρονική μουσική γλώσσα των σημερινών πιτσιρικάδων? Πώς γίνεται σε ένα ελεύθερο “καπιταλιστικό” κράτος η γνώση και η τέχνη να στεγανοποιείται σε  “αναγνωρίσεις”? Το ακκορντεόν, η μπαρόκ, η ροκ μουσική γιατί δεν αναγνωρίστηκαν?

 

Οι ερωτήσεις είναι ρεαλιστικές και αφορούν όλους τους εμπλεκομένους κι όχι μόνο τους εκλεγμένους αντιπροσώπους μας στη βουλή. Και μια που ανέφερα τους “αιρετούς αντιπροσώπους” μας ας έχω την τιμή να επιχειρήσω μια σύντομη καταγραφή του έργου τους. Εξάλλου η αποτίμηση του “μουσικού” τους έργου περιγράφεται σε δύο βασικές προτάσεις που έλαβαν χώρα κατά την τελευταία περίπου εικοσαετία: ένα προσχέδιο νόμου για την αναβάθμιση της ωδειακής εκπαίδευσης που ποτέ δεν εφαρμόστηκε  και η πρόσφατη εξαγγελία για μια αδιαβάθμιτη Ακαδημία Τεχνών που ακόμα δεν λειτούργησε. Ζητώ συγνώμη: λησμόνησα την επίσημη αναγνώριση της σχολής σαξοφώνου, παραδοσιακής μουσικής, διεύθυνσης χορωδίας και ορχήστρας.

 

Κι επειδή η λησμονιά είναι κακός σύμβουλος ζωής: η αναγνώριση πραγματοποιήθηκε γιατί παθιασμένοι καλλιτέχνες –εκπαιδευτικοί (δύσκολος ο διττός ρόλος) διαμόρφωσαν προσωπικά -και παρά την άδικη καταστρατήγηση των επαγγελματικών τους δικαιωμάτων επί δεκαετίες-όλες εκείνες τις συνθήκες που υποχρέωσαν το κράτος να τους ακολουθήσει: παγκόσμιες διακρίσεις, επιτυχημένες συναυλίες, διεθνή δισκογραφία, στρατιές βραβευμένων σπουδαστών, διαμόρφωση ελληνικής σχολής και αισθητικής.

 

Βέβαια αν με ρωτήσετε τί σημαίνει “αναγνώριση” μιας σχολής σε μια αδιαβάθμιτη  ωδειακή μουσική εκπαίδευση τη στιγμή μάλιστα που πάνω από μια δεκαετία συνυπάρχουν τα διαβαθμισμένα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα παρέχοντας τα ίδια ή παραπλήσια αντικείμενα μουσικών σπουδών ειλικρινά δυσκολεύομαι να σας απαντήσω. Ο θεσμικός και  ουσιαστικός διαχωρισμός (αλλά και η έλλειψη συντονισμού-αν θέλετε και “πολιτικού συγχρωτισμού”) του Υπουργείου Παιδείας και του Υπουργείου Πολιτισμού, τη στιγμή που στις περισσότερες ευρωπαϊκές τουλάχιστον χώρες αυτοί οι ρόλοι συγχωνεύονται, ίσως απαντά μερικώς στην αλυσίδα  όλων αυτών των παραδόξων.

 

Για όλους εμάς –τους μέχρι πρότινος μη “αναγνωρισμένους” -πού επί πολλά  χρόνια προσφέραμε  ως εκπαιδευτικοί-καλλιτέχνες (συγνώμη μου είναι και πάλι δύσκολο να τα διαχωρίσω) στο θεσμό των Ελληνικών  Μουσικών Σχολείων (της β’βάθμιας εκπαίδευσης) , το Ελληνικό Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε-αντί “αναγνώρισης” αυτή τη φορά - να μας απονείμει τον τίτλο  του “ΕΜ”, δηλ του “εμπειροτέχνη ιδιώτη” ανταμείβοντάς μας επαγγελματικά ως “την τελευταία τρύπα του ζουρνά”! Εξάλλου κατά την ρήση του Αριστοτέλη “εισί πολιτείαι, αι μεν ιδιωτών, αι δε φιλοσόφων και πολιτικών” …

 

Επιστρέφουμε λοιπόν από εκεί που ξεκινήσαμε: το ελληνικό κράτος  ως ασθμαίνων υπερήλικας γονιός κυνηγάει να προστατέψει τα παιδιά του. Κι επειδή δεν το κατορθώνει κραυγάζει επινοώντας λέξεις, όρους ,σύμβολα (και χειρονομίες). Ξορκίζει τα τέκνα του.

 

Με “αναγνωρίσεις”,“ιδιωτείες” και άλλα τέτοια.

 

Περιοδικό Con Fuoco, αρ. 1

Θεόφιλος Σωτηριάδης