ΣΠΥΡΙΔΩΝ ΣΠΑΘΗΣ

(1852-1941)

 

Η εναρμόνιση του Βυζαντινού μέλους

στην Ελληνορθόδοξη Εκκλησία Παρισίων

 

 

 

ΑΡΧΙΚΗ ΣΕΛΙΔΑ

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ

CHOEURS BYZANTINS

ΤΕΧΝΙΚΗ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΑΡΟΙΚΙΑ ΠΑΡΙΣΙΩΝ

 

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ

 

Ο Σπυρίδων Σπάθης γεννήθηκε στο Ναύπλιο στις 24 Μαρτίου του 1852. Ο πατέρας του, Αθανάσιος Σπάθης από τα Σπαθάτα της επαρχίας Σάμης της Κεφαλλονιάς, ήταν Αρχιμουσικός των Ανακτόρων και της Ορχήστρας Πνευστών του Βασιλικού Ναυτικού. Η μητέρα του, Παρασκευή Πολίτη, κατάγονταν από την Τρίπολη της Πελοποννήσου. Σύμφωνα με τη μαρτυρία της κόρης του Ελένης Σπάθη, ο Σπυρίδωνας είχε άλλους δύο αδελφούς[1] και μια αδελφή, η οποία ζούσε επίσης στο Παρίσι.

 

Ο Σπάθης από πάρα πολύ νωρίς, έδειξε το μουσικό του ταλέντο. Από τα εννιά του κιόλας χρόνια και έχοντας μια θαυμάσια φωνή, συνόδευε ως ψάλτης τον ιερέα της ενορίας στις περιοδείες του με το γαϊδουράκι, μυούμενος έτσι στον κόσμο της εκκλησιαστικής μουσικής. Με την πάροδο των χρόνων, ο Σπάθης απέκτησε μεγάλη εμπειρία, απομνημονεύοντας τα εκκλησιαστικά μέλη της ορθόδοξης λατρείας.

 

Σύμφωνα με μαρτυρία της κόρης του Ελένης, δεν ήξερε να διαβάζει την παρασημαντική, ούτε ποτέ κατείχε βιβλία που να παρουσιάζουν ή να εξηγούν τη θεωρία της. Από την έρευνα που έγινε τόσο στο Παρίσι όσο και στην Ελλάδα, γίνεται κατανοητό πως ο Σπάθης είχε περισσότερο γνώσεις της ευρωπαϊκής μουσικής (την οποίαν και σπούδασε αργότερα) και εμπειρικά μόνο[2] ήταν μυημένος στην εκκλησιαστική μας μουσική.

 

Κάνοντας μια μικρή παρεμβολή, θυμίζουμε πως το 1872 είναι μια σημαντική χρονιά στην ιστορία της ελληνικής εκκλησιαστικής μουσικής, διότι, επίσημα πια, ιδρύεται στην Αθήνα η πρώτη πολυφωνική εκκλησιαστική χορωδία υπό τη διεύθυνση του Αλέξανδρου Κατακουζηνού[3].

 

Η Βασίλισσα Όλγα, συνηθισμένη στην πολυφωνική μουσική των ρωσικών εκκλησιών, ήταν αποφασισμένη να μεταφέρει τα ίδια έθιμα και στην Ελλάδα. Έτσι, κάλεσε τον Αλέξανδρο Κατακουζηνό από την Οδησσό στην Αθήνα, για να ιδρύσει μια πολυφωνική χορωδία στο βασιλικό παρεκκλήσι του Αγ. Γεωργίου.

 

Ο Σπάθης, 20 ετών τότε, έγινε μέλος της χορωδίας και πολύ γρήγορα, βοηθός του Κατακουζηνού. Μετά το θάνατο του τελευταίου, ανέλαβε ο ίδιος τη χορωδία. Να αναφέρουμε σ’ αυτό το σημείο πως στα μέλη της «Ανακτορικής χορωδίας» καταβάλλονταν μισθός, έτσι ώστε πολλοί νέοι βοηθήθηκαν να τελειώσουν τις σπουδές τους[4].

 

Ο Σπάθης, όσο βρισκόταν στην Αυλή, δίδασκε μουσική στον Πρίγκιπα Γεώργιο[5]. Επίσης, ένα συμβόλαιο της 08-10-1874 που διασώζεται μέχρι σήμερα, βεβαιώνει τη συμμετοχή του, ως τενόρου Ι, στη χορωδία του Γαλλικού Θεάτρου Αθηνών υπό τη διεύθυνση του Α. Lavern[6].

 

Το ίδιο έτος, ο Σπάθης ήταν μαθητής του Μουσικού και Δραματικού Συλλόγου που ίδρυσε ο Κατακουζηνός. Στο σπίτι του στο Παρίσι, υπάρχει πιστοποιητικό σπουδών, όπου βεβαιώνεται πως ο μαθητής του 3ου έτους Σπυρίδων Σπάθης, μετά από τις προβλεπόμενες από το Ωδείο εξετάσεις, πήρε το πτυχίο του με τη μνεία « Άριστα »[7].

 

Στις 31 Ιανουαρίου 1876, ο Σπάθης έλαβε το 3ο βραβείο με τη σύνθεση ενός Πολυχρόνιου. Το Βραβείο του υπογράφει ο Υπουργός των Εσωτερικών.

 

Την ίδια εποχή, εκτός από τις μουσικές του δραστηριότητες, ο Σπάθης σπούδαζε στην Ιατρική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ’ όπου αποφοίτησε το 1877. Στη συνέχεια, με μια υποτροφία που του απένειμε η Βασίλισσα Όλγα, συνέχισε στη Βιέννη, τόσο τις ιατρικές[8], όσο και τις μουσικές του σπουδές.

 

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα, δούλεψε σαν χειρουργός. Από το 1882, σε ηλικία δηλαδή 30 ετών, εξελέγη Υφηγητής στην Ιατρική σχολή Αθηνών διδάσκοντας το μάθημα της Χειρουργικής Παθολογίας. Έλαβε πολλές διακρίσεις και τιμές για την προσφορά του στη δημόσια υγεία[9].

 

Την ίδια χρονιά, στις 24 Ιανουαρίου, ο Σπάθης παντρεύεται την Ελένη Γελαδάκη[10]. Αποκτούν μαζί ένα γιο, το μετέπειτα γνωστό μουσικό και συνθέτη, Θεόδωρο Σπάθη (1883 – 1943).

 

Ο Θεόδωρος Σπάθης σπούδασε στο Εθνικό Ωδείο Παρισίων. Ταλαντούχος και χαρισματικός, συχνά διηύθυνε σε διάφορα θέατρα στο Παρίσι (Théâtre Apollo και Trianon Lyrique), όπως επίσης αντικαθιστούσε όποτε έπρεπε και τον πατέρα του στη διεύθυνση της χορωδίας στον Άγ. Στέφανο. Σύμφωνα με την κ. Σπάθη-Petersen, ο Théo, ήταν πολύ πιο αυστηρός και απαιτητικός από τον πατέρα του, γι’ αυτό και οι χορωδοί τον φοβόντουσαν.

 

Από το 1914 έως το 1928, ο Théo διηύθυνε τη μικτή χορωδία της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας της Μασσαλίας, ερμηνεύοντας την εναρμονισμένη από τον πατέρα του λειτουργία του Ιωάννη Χρυσοστόμου[11].

 

Όταν επέστρεψε στην Αθήνα, διηύθυνε τη χορωδία του Αγ. Γεωργίου του Καρύτση (1930-1932), παρουσιάζοντας και τη λειτουργία του πατέρα του, στην 1η της εκδοχή για ανδρικό χορό. Η κύρια όμως ασχολία του ήταν Διευθυντής του Τμήματος Μουσικής του Πανεπιστημίου Αθηνών[12].

 

Επιστρέφοντας στον Σπυρίδωνα Σπάθη, οφείλουμε να ομολογήσουμε πως προσέφερε πολλά και στη μουσική εκπαίδευση του τόπου. Αυτό έγινε εφικτό, κυρίως από το 1885 και ύστερα, μέσα από τη δράση της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών, η οποία, σύμφωνα με τον Σπύρο Μοτσενίγο[13], υπήρξε το πιο αξιόλογο από τα τότε υπάρχοντα σωματεία.

 

Μίαν νύκτα, εις ένα μικρόν δωμάτιον του καφενείου η « Συνάντησις » - το οποίον υφίσταται έως σήμερον εις την οδόν Νίκης 4, έναντι του σημερινού παραρτήματος (Συντάγματος) του Ταχυδρομείου Αθηνών – όμιλος Επτανησίων ερασιτεχνών έθεσεν ως θέμα συζητήσεως την ανάγκην της υπάρξεως ενός νέου μουσικού ιδρύματος, με σκοπόν την προαγωγήν της μουσικής ιδίως εις τον λαόν, διά της μορφώσεως απόρων παίδων, οι οποίοι, ενώ ησθάνοντο έντονον την κλίσην εις την μουσικήν, εύρισκον κλειστήν την θύραν του « Ωδείου Αθηνών» λόγω, καθώς είδομεν, των υψηλών διδάκτρων.

 

Οι μουσικοί που συμμετείχαν στη συζήτηση αυτή ήταν όλοι τους επτανήσιοι και οι περισσότεροι Κεφαλλονίτες. Ενθουσιασμένοι με την ιδέα,  ίδρυσαν στις 28 Δεκεμβρίου του 1888 τη « Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών », η οποία επέδειξε πλουσιότατη δράση, ενώ στις 13 Ιανουαρίου 1889 επισημοποιήθηκε και με Βασιλικό Διάταγμα ο κανονισμός της. Το πρώτο διοικητικό συμβούλιο αποτέλεσαν οι : Σπυρίδων Σπάθης ως Πρόεδρος, Μ. Λάμπρου ως Αντιπρόεδρος, Δημήτριος Αραβαντινός ως Ταμίας, Στέφανος Πετσάλης ως Γεν. Γραμματέας και Αναγνωστόπουλος, Λογοθέτης, Κατερινόπουλος και Ξένος ως Σύμβουλοι[14].

 

Πρωταρχικός σκοπός της Εταιρείας ήταν η σύσταση μικτής ορχήστρας και χορωδίας. Την προφανή έλλειψη χρημάτων για την επίτευξη των στόχων της αντιμετώπισε αποτελεσματικά ένας έρανος που έγινε, τόσο στην Ελλάδα, όσο και στο εξωτερικό. Με το ποσό που συγκεντρώθηκε, ο Πρόεδρος της Εταιρείας, Σπυρίδων Σπάθης, μεταβαίνοντας ο ίδιος στη Βιέννη, προμηθεύτηκε τα αναγκαία μουσικά όργανα.

 

Δεν θα ήταν υπερβολικό να ισχυριστούμε πως η Φιλαρμονική Εταιρεία εξελίχτηκε σε πολύ σημαντικό ίδρυμα, χάρη στην αέναη προσπάθεια του Προέδρου της, Σπυρίδωνα Σπάθη, ο οποίος αγαπούσε βαθιά τη μουσική και ενδιαφέρονταν πραγματικά για κάθε δημιουργική προσπάθεια[15].

 

Ενδεικτικά αναφέρουμε πως συναυλία που έδωσε η χορωδία της Εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη το 1893 προκάλεσε τέτοια εντύπωση, ώστε ο Σουλτάνος Χαμίντ απένειμε παράσημο στον Πρόεδρο κ. Σπάθη[16]. Η ίδια χορωδία τραγούδησε τον Ολυμπιακό Ύμνο του Σαμάρα, στα εγκαίνια των πρώτων Ολυμπιακών αγώνων στην Αθήνα το 1896.

 

Από την άλλη μεριά, ο Σπάθης ήταν γοητευμένος από το νέο είδος μουσικής που έφερε ο Κατακουζηνός στην Αθήνα και δεν ήταν άλλο από την εναρμόνιση της ελληνορθόδοξου εκκλησιαστικού μέλους. Ως πρώην μέλος της χορωδίας του Κατακουζηνού και στη συνέχεια διευθυντής της και στο πλαίσιο του « εκκλησιαστικού προβλήματος[17] », που είχε αρχίσει ήδη να προβληματίζει την ελληνική κοινωνία, ο Σπάθης έλαβε σαφή θέση καταθέτοντας τη δική του εναρμόνιση της Λειτουργίας του Ιωάννη του Χρυσοστόμου για τετράφωνη ανδρική χορωδία. Δεν γνωρίζουμε την ακριβή ημερομηνία της εναρμόνισης αυτής, μα το βέβαιον είναι, πως ψάλλονταν στο παρεκκλήσι των Ανακτόρων. Αργότερα, η Λειτουργία του Σπάθη ψάλλονταν και στο ναό της Χρυσοσπηλαιώτισσας στην Αθήνα.

 

1977 Spathi - Papadopoulou

Ελένη-Κλεοπάτρα Σπάθη-Petersen & Ελένη Παπαδοπούλου, Παρίσι 1997

 

Μέχρι το θάνατό της το 2001, η Ελένη-Κλεοπάτρα Σπάθη-Petersen φύλασσε στο σπίτι της στο Παρίσι (4, rue Debrousse) σε πολύ καλή κατάσταση πολλά έγγραφα που μαρτυρούσαν πως ο Σπάθης, μέχρι το 1890 είχε καταφέρει να θεωρείται ένας πνευματικός άνθρωπος των Αθηνών, του οποίου η γνώμη βάραινε ιδιαίτερα.

 

Επιστολή της 17ης Αυγούστου 1890 παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον. Ο Υπεύθυνος Οικονομικών Θεμάτων της Γαλλικής Δημοκρατίας στην Ελλάδα εκφράζει στον Πρόεδρο της Φιλαρμονικής Εταιρείας τις ευχαριστίες του Γάλλου Προέδρου της Δημοκρατίας για το έργο που συνέθεσε ο Σπ. Σπάθης και αφιέρωσε στο πρόσωπό του. Δυστυχώς, αυτό το έργο δεν έχει βρεθεί από την έως τώρα έρευνα.

 

Άλλο γράμμα, του Υπουργού των Εσωτερικών στα 1891 καλεί το Σπ. Σπάθη σε μια σύσκεψη, προκειμένου η Ελλάς να εκπροσωπηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο στον Δεύτερο Διαγωνισμό Μουσικής και Θεάτρου που θα λάμβανε χώρα στη Βιέννη το επόμενο έτος.

 

Αποτέλεσμα όλης αυτής της δραστηριότητας ήταν ο Σπ. Σπάθης, Πρόεδρος της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών, να ανακηρυχθεί μέλος της Ακαδημίας το 1893, που υπογράφει ο Léon Bourgeois, Υπουργός Δημόσιας Εκπαίδευσης και Καλών Τεχνών της Γαλλικής Δημοκρατίας.

 

Ενδιαφέρουσα παρένθεση στο αφιέρωμα της ζωής και έργου του Σπ. Σπάθη αποτελούν τα εσωτερικά της Φιλαρμονικής Εταιρείας. Παρόλη την ικανοποιητική εξέλιξη των πραγμάτων και την έντονη δραστηριότητά της, τα πρώτα νέφη γρήγορα εμφανίστηκαν, τόσο εξαιτίας της προβληματικής οικονομικής της κατάστασης, όσο και εξαιτίας της φιλαρχίας και του εγωισμού πολλών από τα μέλη της. Αποτέλεσμα των παραπάνω ήταν να αποσπάσει ο τότε αντιπρόεδρος Ι. Ιερόπουλος 25 μέλη της και να συστήσει το 1893 τον «Όμιλον Φιλομούσων». Το 1894, ο Πρόεδρος της Εταιρείας Σπ. Σπάθης κάλεσε το Διονύσιο Λαυράγκα να αναλάβει τη μουσική διεύθυνση, πρόσκληση που έγινε αποδεκτή. Τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου, ο Λαυράγκας παρουσιάζονταν στα μέλη της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών από τον Πρόεδρό της, Π. Βαλαωρίτη. Ο Σπ. Σπάθης, προφανώς λόγω των υψηλών υπηρεσιών τας οποίας είχε προσφέρει εις την Εταιρείαν …, ηξιώθη της εκπτώσεως εκ του αξιώματός του. Ούτως είχεν εκφράσει η «Φιλαρμονική Εταιρεία Αθηνών» προς αυτόν την ευγνωμοσύνην της[18] !

 

Στα τέλη του 1895, έγινε η πρόταση από τον ίδιο το βασιλιά Γεώργιο Α΄ να μεταβεί ο Σπάθης στο Παρίσι, για χάρη των εγκαινίων του πρώτου ελληνικού ορθόδοξου ναού, Αγ. Στεφάνου. Ο Σπάθης ήταν ο μόνος[19], σύμφωνα με μαρτυρίες της εποχής, που θα μπορούσε να οργανώσει χορωδία που θα ανταπεξέλθει στις ανάγκες του ναού.

 

Πραγματικά, ο Σπάθης, αφού πρώτα εμπιστεύτηκε τη διεύθυνση της χορωδίας της Χρυσοσπηλαιώτισσας στο φίλο του Διονύσιο Λαυράγκα, ήρθε στο Παρίσι. Αν και συνάντησε μεγάλες δυσκολίες, κατάφερε τελικά να οργανώσει ένα χορό. Διαβάζουμε σχετικά[20] :

 

... Η αξιότιμος Επιτροπή προ ενός και επέκεινα μηνός από των Εγκαινίων μετεκαλέσατο εξ Αθηνών τον κ. Σ. Σπάθην, μουσικόν εμπειροτέχνην, όπως καταρτίση τον μουσικόν χορόν. Ο κ. Σπάθης αληθές, ότι απήντησε πολλάς δυσκολίας, έως ού εύρη το κατάλληλον προσωπικόν αλλ’ επί τέλους κατώρθωσε να προπαρασκευάσει αρκετά καλώς τον χορόν διά την πρώτην λειτουργίαν ....

 

Στα χειρόγραφα του Σπ. Σπάθη διαβάζουμε σχετικά με τα εγκαίνια του Ναού[21] :

 

Οι παρόντες ύμνοι της Θείας Λειτουργίας, εναρμονισθέντες επί τη βάσει μελωδιών των διαπρεπεστέρων Βυζαντινών Υμνογράφων, εψάλησαν το πρώτον, υπό τη διευθύνσει μου, κατά τα εγκαίνια του εν Παρισίοις επ’ ονόματι του Αγίου Στεφάνου Ιερού Ναού, οικοδομηθέντος δαπάνη του αειμνήστου Δημητρίου Στεφάνοβιτς Σκυλίτση, τελεσθέντα τη 10/12 Δεκεμβρίου 1895, χοροστατούντος του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτη Ηρακλείας Γερμανού κα συνιερουργούντων Γρηγορίου Παλαμά, μεγάλου Ρήτορος των Πατριαρχείων, Σεραφείμ Ζερλέντη, Εφημερίου της εν Βιέννη Εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου, Βασίλειεφ Αρχιμανδρίτου της εν Παρισίοις Ρωσσικής Εκκλησίας, και του Εφημερίου του Αγίου Στεφάνου Πορφυρίου Λογοθέτου. Η Επιτροπή της Εκκλησίας απετελείτο εκ των κ. κ. Βικέλλα Προέδρου, Νικολάου Σασιλή και Ιωάννου Μαλανδρινού.

 

 Τελικά, ο Σπάθης έμεινε στο Παρίσι πολύ περισσότερο από όσο και ο ίδιος φανταζόταν. Η κόρη του μας διηγείται, πως πάντα μιλούσε με ενθουσιασμό γι’ αυτήν την πρώτη φορά που επισκέφθηκε την κοιτίδα του μουσικού πολιτισμού, γιατί έτσι περιέγραφε το Παρίσι. Γοητευμένος λοιπόν, αποφάσισε εύκολα να εγκαταλείψει την Αθήνα και να εγκατασταθεί στο Παρίσι, όταν του έγινε η πρόταση να εργαστεί ως Διευθυντής της χορωδίας του Ιερού Ναού του Αγίου Στεφάνου.

 

Στο Παρίσι, όταν αντιλήφθηκε πως είχε τη δυνατότητα να προσθέσει και γυναικείες φωνές στη χορωδία του (ανήκουστο για την ελληνική πραγματικότητα), ξεκίνησε το έργο της προσαρμογής των ήδη εναρμονισμένων του έργων για τετράφωνο ανδρικό χορό σε αντίστοιχο μικτό.

 

Αξίζει να σημειωθεί, πως ο Σπάθης φρόντιζε να ενημερώνεται για αντίστοιχες πολυφωνικές εναρμονίσεις εκκλησιαστικού μέλους, τόσο στην Ελλάδα, όσο κυρίως στο εξωτερικό. Στα αρχεία του, βρέθηκαν η λειτουργία του Ναπολέοντος Λαμπελέτ, που ψάλλονταν στο Λονδίνο την ίδια εποχή, όπως επίσης και εναρμονίσεις εκκλησιαστικών μελών άλλων συνθετών, Ελλήνων και ξένων.

 

Δεύτερη αγάπη του, η ιατρική που δεν παράτησε ποτέ. Η κόρη του διηγείται πως κάθε πρωί, ο πατέρας της επισκέπτονταν όλα τα μεγάλα νοσοκομεία του Παρισιού, αναπτύσσοντας φιλίες με σημαντικούς ιατρούς, με τους οποίους συζητούσε ό,τι καινούριο συνέβαινε, μια που παρακολουθούσε τις εξελίξεις διαβάζοντας ιατρικά περιοδικά. Επισκέπτονταν επίσης αρρώστους, τους οποίους και βοηθούσε αφιλοκερδώς.

 

Τρίτη του αγάπη που δεν λησμόνησε ποτέ, η πολιτική. Συχνά ταξίδευε στην Ελλάδα και βοηθούσε στις προεκλογικές περιόδους. Άλλωστε παρέμενε πάντοτε Αθηναίος πολίτης. Είναι σαφές όμως, πως αφιερώθηκε στη μουσική, την εναρμόνιση του εκκλησιαστικού μέλους και τη διεύθυνση της χορωδίας του Αγ. Στεφάνου (άλλωστε αυτήν είχε επιλέξει να του προσφέρει τα προς το ζειν).

 

Μετά από μια καρδιακή κρίση της γυναίκας του Ελένης το 1906, ο Σπάθης χήρος πια συνεχίζει το έργο του στο Παρίσι. Αργότερα, γνωρίζει τη Φανή Σεβαστού[22] (23 Νοεμβρίου 1880 – 12 Φεβρουαρίου 1962) την οποία και παντρεύεται μετά από πολλές περιπέτειες στις 10 Νοεμβρίου του 1908. Η διαφορά στην ηλικία ήταν τόση, που η μεγαλύτερη αδελφή της Φανής, η Ανθίππη, δεν ήθελε αυτό το γάμο και την έστειλε στην Αγγλία. Ο Théo όμως, επιρρεπής στα πάθη και άνθρωπος με πολλή κατανόηση, υποσχέθηκε στον πατέρα του να φέρει πίσω τη Φανή του. Έτσι κι έγινε. Από την Αγγλία, ο Théo έφερε τη Φανή κατευθείαν στο Ναό του Αγ. Στεφάνου, όπου και παντρεύτηκε το Σπ. Σπάθη.

 

Την οικογένεια Σπάθη επισκέπτονταν όλοι οι Έλληνες που έρχονταν στο Παρίσι, θυμάται η κ. Σπάθη – Petersen. Το σπίτι αντηχούσε από φωνές, συζητήσεις για την Ελλάδα, για τη μουσική, για την πολιτική. Προσωπικότητες, όπως ο Καλομοίρης, ο Λαυράγκας, ο Πονηρίδης, ο Μωρέας ή ο Λεβίδης επισκέπτονταν συχνά το διαμέρισμα της rue Debrousse.

 

Η ελληνική παροικία, αλλά και οι Γάλλοι, αγκάλιασαν αμέσως τη « μουσική του Σπάθη ». Ο τελευταίος, σκεπτόμενος τη μεγάλη διαφορά ηλικίας με τη 2η σύζυγό του, φρόντισε αμέσως να τη μυήσει στη διεύθυνση της χορωδίας. Το έργο του μαέστρου της χορωδίας, μετά το θάνατο του Σπάθη το 1941, ανέλαβε η κ. Φανή Σπάθη. Η νέα μαέστρος άφησε με τη σειρά της τα ηνία της χορωδίας στα χέρια της μοναδικής τους κόρης, Ελένης Κλεοπάτρας Σπάθη – Petersen. Έτσι, η μουσική του Σπάθη κατάφερε να παραμείνει ζωντανή έως και το 1978, δηλαδή, πάνω από 80 χρόνια.

 

ΑΡΧΗ


ΤΟ ΕΡΓΟ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΠΑΘΗ

 

Ο Σπάθης αφιερώθηκε στην εναρμόνιση της ελληνικής εκκλησιαστικής μας μουσικής. Ζώντας σε μια Ελλάδα νεοσύστατη, η οποία προσπαθούσε να ορθοποδήσει, πολύ γρήγορα δημιουργήθηκαν δύο μουσικά στρατόπεδα (κάτι που γίνεται γρήγορα αντιληπτό αν διαβάσει κανείς άρθρα ή εγχειρίδια της εποχής).

 

Από τη μια πλευρά, οι «συντηρητικοί», οι οποίοι εμμένανε στο παραδοσιακό μονόφωνο βυζαντινό άσμα και από την άλλη, οι « μοντερνιστές ». Αυτοί οι τελευταίοι, συνήθως άνθρωποι με μόρφωση που κατά κύριο λόγο έλαβαν στο εξωτερικό,  πειραματίζονταν με καθετί καινούριο, εμπνεόμενοι από την « πολιτισμένη Δύση ».

 

Παρακολουθώντας την αρθρογραφία της εποχής, έχουμε συνεχώς την αίσθηση πως δεν έχουν αλλάξει και πολύ τα πράγματα (ως προς τον τρόπο έκφρασης και τις θέσεις των αντικρουόμενων παρατάξεων) από τον προπερασμένο αιώνα. Αν για το σημερινό αναγνώστη, κάποιες αράδες προκαλούν από ελαφρά μειδιάματα έως ηχηρά γέλια, εκείνη την εποχή, το λεγόμενο « εκκλησιαστικό πρόβλημα » απασχολούσε πολύ σοβαρά Εκκλησία και Πολιτεία.

 

Ο Σπάθης, γοητευμένος από ό,τι καινούριο είχε μάθει δίπλα στον Κατακουζηνό και στη συνέχεια στη Βιέννη, αμέσως πειραματίστηκε με το νέο είδος της εναρμόνισης του εκκλησιαστικού μέλους.

 

Κάτι που είναι πολύ ενδιαφέρον, είναι πως δεν εναρμόνισε για τετράφωνο μικτό χορό μόνο τη λειτουργία του Ιωάννη του Χρυσοστόμου, αλλά κάθε ύμνο, τροπάριο, άσμα γενικότερα, που ψάλλονταν υπό τη διεύθυνσή του σε όλες τις ακολουθίες στο Ναό του Αγ. Στεφάνου και καθόλη τη διάρκεια του έτους.

 

Έτσι, ενώ ο Αρχιμανδρίτης Μελέτιος στον πρόλογο του μοναδικού έως σήμερα εκδομένου έργου του Σπάθη (Λειτουργία του Ι. Χρυσοστόμου) μιλά για περίπου 80 ύμνους, μια πιο επισταμένη προσωπική μας έρευνα οδηγεί στον αριθμό 117[23].

 

Τα μοναδικά έργα που συνέθεσε ο Σπάθης είναι το Πολυχρόνιο που αναφέραμε νωρίτερα και το οποίο ψάλλονταν πάντα στο τέλος της λειτουργίας στο Παρίσι, το έργο που αφιέρωσε στον Γάλλο Πρόεδρο της Δημοκρατίας[24] και η Φάλαγγα, εμβατήριο για πιάνο[25].

 

Το καθαρά λειτουργικό έργο του Σπάθη εκτιμήθηκε πολύ στη Γαλλία και η Γαλλική Εταιρεία Συνθετών και Μουσουργών τον ανακήρυξε μέλος της μετά θάνατον το 1952, γεγονός εξαιρετικό.

 

Τέλος, πολλές εναρμονίσεις του ακούστηκαν όχι μόνο στην Ελλάδα ή τη Γαλλία, αλλά και σε άλλα μέρη του κόσμου. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι η λειτουργία του πουλήθηκε στην ελληνική ορθόδοξη εκκλησία του Pittsburg στην Αμερική, όπως και στην αντίστοιχη ελληνική εκκλησία στην Casablanca του Μαρόκου.

 

ΑΡΧΗ


CHOEURS BYZANTINS

 

Μετά τα εγκαίνια του νεοϊδρυθέντος Ναού, οι Επίτροποι πρότειναν στο Σπάθη μόνιμη συνεργασία. Όπως είδαμε, η πρόταση ενθουσίασε το Σπάθη κι ένα συμβόλαιο υπογράφηκε την 1η Μαρτίου του 1897, ανάμεσα στον Σπ. Σπάθη και τους κυρίους Σασιλί, Μαλανδρινό και Ράλλη, οι οποίοι εκπροσωπούσαν την Εφορία του Ναού.

 

Το συμβόλαιο αυτό φυλάσσεται σε πολύ καλή κατάσταση. Θα θέλαμε να ξεχωρίσουμε κάποια άρθρα που παρουσιάζουν ενδιαφέρον.

 

1.       Ο κύριος Σπάθης έχει την πλήρη ευθύνη της δημιουργίας, εκπαίδευσης και διεύθυνσης της χορωδίας του Ναού, η οποία μπορεί να αποτελείται από όσα μέλη θεωρεί πως είναι απαραίτητα, για πέντε χρόνια. Η χορωδία οφείλει να παρουσιάζεται κάθε φορά που τελείται κάποια ακολουθία στο Ναό.

2.       Οι κύριοι Σασιλί, Μαλανδρινός και Ράλλης δεσμεύονται να καταβάλλουν μηνιαία το ποσό των 500 γαλλικών φράγκων στον Κο Σπάθη για πέντε έτη.

3.       Το συμβόλαιο αυτό λήγει την 1η Μαρτίου του 1902, διαφορετικά θα παραμείνει εν ισχύ και θα ανανεωθεί για ακόμη πέντε έτη, έως δηλαδή την 1η Μαρτίου του 1907, με τους ίδιους όρους.

 

Από τα προηγούμενα, συνεπάγεται πως ο διευθυντής της χορωδίας έχει την πλήρη μουσική ευθύνη της για όλες τις θρησκευτικές τελετές[26] που λαμβάνουν χώρα στο Ναό του Αγ. Στεφάνου. Εντούτοις, ο Σπάθης δεν έκανε κατάχρηση της ελευθερίας που του δίνονταν.

 

Ό,τι αφορά στην ποιότητα, ο Σπάθης δέσμευε επαγγελματίες τραγουδιστές, οι οποίοι, ειδικά στα πρώτα βήματα του χορού, ήταν κυρίως Γάλλοι ή Ρώσοι, οι οποίοι έψαλλαν και στο Ρωσικό Ναό, στη rue Daru. Έτσι, η Λειτουργία άρχιζε στις 10:45, μια που κάποια μέλη έψαλλαν πιο πριν σε άλλους ναούς.

 

Ο πρώτος απολογισμός της χορωδίας στα τέλη του 1896[26] μιλά για 4 σοπράνο, 2 τενόρους Ι, 2 τενόρους ΙΙ και 2 μπάσους.

 

Ένα ενδιαφέρον σημείο που αποκάλυψαν οι συναντήσεις μας με την κ. Petersen είναι ο τρόπος διδασκαλίας της χορωδίας. Ουσιαστικά δεν υπήρχε κανενός είδος διδασκαλίας ! Δεν γίνονταν καμιά πρόβα, αντίθετα όλοι οι ύμνοι ψάλλονταν prima-vista για λόγους … οικονομικούς ! Για αυτόν ακριβώς το λόγο, ο Σπάθης επέλεγε τραγουδιστές της χορωδίας της Όπερας και όχι σολίστες, λόγω της μεγαλύτερης ικανότητάς τους στην Prima-Vista !

 

Παρόλο που ο αριθμός των χορωδών αυξάνονταν με το χρόνο, ποτέ δεν ξεπέρασε τα 15-16 μέλη. Για τις συναυλίες ή τις ηχογραφήσεις γίνονταν αποδεκτοί επιπλέον χορωδοί.

 

Αν σκεφτούμε τις απολαβές των χορωδών για κάθε συμμετοχή τους, μπορούμε να εξηγήσουμε το μικρό αριθμό τους. Σύμφωνα με ένα έγγραφο του 1896, κάθε χορωδός είχε εισπράξει για το μήνα Δεκέμβριο το ποσό των 36,9 γαλλικών φράγκων (8,2 φράγκα για κάθε Κυριακή και 12,3 για μια Κυριακή που τελέστηκε και Νεκρώσιμη Ακολουθία). Αν σκεφτούμε πως ο διευθυντής της χορωδίας λάμβανε το ποσό των 500 φράγκων, η διαφορά είναι εμφανής.

 

Εύλογη η απορία : πώς ήταν δυνατό οι ξένοι τραγουδιστές –και μάλιστα της όπερας- να ψάλλουν σε μια ξένη γλώσσα[27] ; Για την αντιμετώπιση αυτού του προβλήματος, γράφονταν τα λόγια των ύμνων κάτω από τις νότες σε τρεις γραμμές : στην πρώτη γράφονταν στην ελληνική γλώσσα, στη δεύτερη, οι αντίστοιχοι χαρακτήρες στα γαλλικά και στην Τρίτη, στα αγγλικά.

 

Προφανώς, οι Επίτροποι του Ναού του Αγ. Στεφάνου έμειναν πολύ ικανοποιημένοι από τις υπηρεσίες του Σπ. Σπάθη. Σ’ ένα γράμμα του 1907, η Επιτροπή του Ναού αναγγέλλει στον κ. Σπάθη τη ζωηρή της επιθυμία να παραμείνει στη θέση του, συνεχίζοντας το έργο του, χωρίς ανανέωση του συμβολαίου του, αλλά με τους όρους που ίσχυαν έως τότε, δηλαδή 500 φράγκα μηνιαία απολαβή και ό,τι προέβλεπε το άρθρο 26 του συμβολαίου[28].

 

Όσο βρίσκεται εν ζωή ο Σπάθης, μόνιμη έννοια του είναι να διευθύνει σωστά τη χορωδία του και να διορθώνει τις εναρμονίσεις του. Τη λειτουργία του είχε ήδη πουλήσει στη Μασσαλία, όπου τη διηύθυνε ο γιος του. Με βάση τις μαρτυρίες της κόρης του Σπάθη, που επιβεβαιώνονται και από ένα γράμμα της Φανής Σπάθη[29], ο Σπυρίδων Σπάθης είχε προλάβει επίσης να πουλήσει τη λειτουργία του στην ελληνική εκκλησία του Pittsburg στην Αμερική.

 

Τη μεγαλύτερη όμως δραστηριότητα και φήμη απέκτησε η χορωδία μετά το θάνατο του Σπάθη (1941), χάρη στην αγάπη και την αφοσίωση της συζύγου του, Φανής Σεβαστού – Σπάθη.

 

Ένα πρώτο αποτέλεσμα αυτής της αγάπης αποτέλεσαν οι δύο δίσκοι γραμμοφώνου που κυκλοφόρησαν το 1952 από την εταιρεία Pathé-Marconi, με τη Βυζαντινή Χορωδία να ψάλλει τέσσερις ύμνους[30].

 

Μετά το θάνατο της Φανής, το έργο συνέχισε η μοναδική κόρη του Σπυρίδωνα και της Φανής, η Ελένη Κλεοπάτρα Σπάθη-Petersen. Εμφανίσεις, πλήθος από συναυλίες, ηχογραφήσεις από το Εθνικό Ραδιόφωνο Γαλλίας (Radio France) έλαβαν χώρα όλα αυτά τα χρόνια. Στα αρχεία του Radio France φυλάσσονται μόνον οι ηχογραφήσεις του 1978, υπό τη διεύθυνση της Ελένης Σπάθη - Petersen[31]. Πλήθος επίσης από κριτικές και άλλα σχόλια φυλάσσονταν μετά μεγάλης προσοχής από την κόρη του Σπάθη στο Παρίσι μέχρι το θάνατό της.

 

Η πλούσια αλληλογραφία μαζί με τις μοναδικές εμπειρίες - μαρτυρίες της κ. Petersen συμπλήρωσαν και στήριξαν την εικόνα που δημιουργήθηκε από τις λιγοστές πηγές που βρήκαμε σχετικά με το πρόσωπο του Σπυρίδωνα Σπάθη.

 

Βασική πηγή και έναυσμα για την έρευνα που ακολούθησε αποτέλεσε το βιβλίο[32] που εκδόθηκε το 1985 για τον εορτασμό των 100 χρόνων του ναού του Αγίου Στεφάνου. Την έρευνα στήριξαν το βιβλίο του Σπύρου Μοτσενίγου «  Νεοελληνική Μουσική » και το άρθρο του Γιώργου Λεωτσάκου « Σπάθης Σπυρίδων » στο Λεξικό Ελλήνων Συνθετών.

 

Μια πιο ολοκληρωμένη έκδοση υπό την αιγίδα της ελληνικής ορθόδοξης εκκλησίας Παρισίων, όπου θα αναφέρονται πολλά ιστορικά στοιχεία, τόσο για το ναό του Αγίου Στεφάνου Παρισίων, όσο και για την ελληνική παροικία στην ίδια πόλη και τη ζωή και το έργο βέβαια του Σπυρίδωνα Σπάθη, βρίσκεται ακόμη στα σπάργανα.  

 

ΑΡΧΗ

 


ΜΕΡΙΚΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΤΕΧΝΙΚΗΣ ΕΝΑΡΜΟΝΙΣΗΣ ΤΟΥ ΣΠΑΘΗ

 

Μετά από μια πρώτη μελέτη των χειρογράφων του Σπάθη, διαφαίνονται κάποια χαρακτηριστικά στοιχεία της γραφής του, που είναι κοινά σε όλους τους ύμνους που εναρμονίζει.

 

Υπάρχουν στοιχεία που αποτελούν μέρος της παραδοσιακής εκκλησιαστικής μας μουσικής και άλλα που να αποτελούν μέρος, τόσο της παραδοσιακής μας μουσικής, όσο και της δυτικοευρωπαϊκής.

 

Στην πρώτη κατηγορία ανήκουν :

1.     Το Ίσο. Δεν χρειάζονται πολλές διευκρινήσεις για την έννοια του ίσου, χαρακτηριστικού της εκκλησιαστικής μας μουσικής. Πρόκειται για μια τεχνική που χρησιμοποίησε ο Σπάθης στις εναρμονίσεις του. Πολύ συχνά, όταν ήθελε να υπογραμμίσει τη μελωδική γραμμή (που συνήθως εμπιστευόταν στη Σοπράνο), οι υπόλοιπες φωνές κρατούσαν ισοκράτημα.

2.     Το Διαπασόν. Αν και με το πρώτο άκουσμα ο όρος αυτός δημιουργεί ερωτηματικά, είναι αλήθεια πως με το Diapason που πάντα σημείωνε ο Σπάθης στις παρτιτούρες, εννοούσε το ήχημα ή απήχημα, όπως είναι γνωστό στην εκκλησιαστική μας μουσική. Μ’ άλλα λόγια, πρόκειται για μια μικρή φράση που ψάλλονταν πριν την αρχή του ύμνου, για να προετοιμάσει το αυτί των πιστών, αλλά και των ψαλτών γι’ αυτό που ακολουθεί.

3.     Οι Καμπάνες. Είναι γνωστό πως η χρήση μουσικών οργάνων δεν είναι επιτρεπτή στην ορθόδοξη λατρεία. Εξαίρεση αποτελούν οι καμπάνες. Από τον 5ο αι., κάθε εκκλησία χρησιμοποιούσε τον ήχο από τις καμπάνες της για να καλεί τους πιστούς στο ναό. Στη Γαλλία και σύμφωνα με το γαλλικό νόμο, δεν επιτρέπεται η εξωτερική χρήση καμπανών στους αλλόθρησκους ναούς. Μπορούν όμως να ακουστούν στο εσωτερικό τους. Έτσι ο Σπάθης, είναι ο μόνος που εισήγαγε τις καμπάνες στο μυστήριο του γάμου. Επρόκειτο για μικρές καμπάνες που ο ναός νοίκιαζε, αν το ζευγάρι επιθυμούσε τη χρήση τους, προκειμένου να εκτελεστεί σωστά το μουσικό μέρος. Σύμφωνα με την κ. Petersen, τις καμπάνες τις έπαιζε ο γιος του Σπάθη, ο Θεόδωρος. Εκτός από τη γαμήλια ακολουθία, ένας ακόμη ύμνος[33] που αφιερώνεται στην Αγ. Σοφία συνοδεύεται από καμπάνες.


 

Στη δεύτερη κατηγορία ανήκουν :

1.     Το Tempo. Ο Σπάθης σημείωνε σε κάθε παρτιτούρα το τέμπο για έναν απλό λόγο. Η χορωδία του αποτελούνταν κατά κύριο λόγο από ξένους, οι οποίοι δεν ήταν εξοικειωμένοι με τους ύμνους της ελληνικής ορθόδοξης λατρείας. Έτσι, ο Σπάθης σημείωνε όσες ενδείξεις μπορούσε περισσότερες, για να βοηθήσει τους χορωδούς του. Βέβαια, το χαρακτηριστικό αυτό υπάρχει και στην ορθόδοξη λατρεία. Ξέρουμε πως υπάρχουν τρεις κατηγορίες μελών, τα αργά, τα μέτρια και τα γρήγορα. Ο Χρύσανθος υποστηρίζει πως είναι πολύ δύσκολο να ορίσει κανείς το τέμπο του κάθε μέλους, μια που αυτό αλλάζει συνέχεια κατά τη διάρκεια ενός και μόνου ύμνου. Το 1881 όμως, στο πλαίσιο της Νέας Μεθόδου, η Μουσική Επιτροπή όρισε τη ρυθμική αγωγή, στηριζόμενη στις ενδείξεις του δυτικού μετρονόμου. Έτσι, τα αργά μέλη αντιστοιχούν σε 56-80, τα μέτρια σε 80-100, αυτά με λίγο παραπάνω κίνηση σε 100-168, τα γρήγορα σε 168-208 και τα πολύ γρήγορα ή ρετσιτατίβο σε 208 και πάνω.

2.     Ο Ρυθμός / Μέτρα. Επίσης είναι γνωστό πως θέμα ρυθμού και μέτρων στην βυζαντινή μουσική δεν τέθηκε ποτέ, παρά μόνο από της εποχή της Μεταρρύθμισης και έπειτα. Ο Χρύσανθος ήταν ο πρώτος που έθεσε το θέμα αυτό. Για τους λόγους που αναφέρθηκαν παραπάνω, ο Σπάθης σημείωνε φυσικά και το ρυθμό, χωρίζοντας τις μελωδίες σε μέτρα, βοηθώντας όσο μπορούσε τους χορωδούς του στη γρήγορη κατανόηση του μουσικού κειμένου. Είναι όμως σημαντικό να αναφέρουμε πως σέβονταν απόλυτα τον τονικό ρυθμό[34] του λειτουργικού κειμένου, πράγμα που τον έκανε να αλλάζει πολύ συχνά σ’ έναν ύμνο τη ρυθμική αγωγή (π.χ. 4/4 που άλλαζε σε 3/4 κ.ο.κ.).

3.     Οι Χρωματισμοί. Στην προσπάθειά του να δώσει όσες περισσότερες πληροφορίες μπορούσε στην παρτιτούρα του, ο Σπάθης σημείωνε και τους χρωματισμούς[35]. Είναι αλήθεια πως οι ενδείξεις για το χρωματισμό στην ψαλμωδία άρχισαν επίσης να σημειώνονται μετά από τη μεταρρύθμιση του 1881 και ύστερα. Βεβαίως, οφείλουμε να αναφέρουμε πως σήμερα, τέτοιες ενδείξεις έχουν υιοθετήσει σύγχρονοι Έλληνες, όπως ο Σ. Καράς ή ο Α. Καραμάνης, για να καταστήσουν σαφέστερη την εκτέλεση των μελών.

 

ΑΡΧΗ

 


ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

 

Ο Σπυρίδων Σπάθης δεν ήταν επαγγελματίας μουσικός και ενδεχομένως οι εναρμονίσεις του να μην περιλαμβάνουν όλες τουλάχιστον ψήγματα μουσικής σοφίας. Ήταν όμως εραστής της γνώσης, της προόδου και εξέλιξης, της καλής μουσικής, της αισθητικής γενικότερα.

 

Αφιέρωσε όλη του τη ζωή στη μουσική (παρόλο που ο αρχικός του επαγγελματικός προσανατολισμός ήταν τελείως διαφορετικός, εξαιτίας της μεγάλης του αγάπης προς αυτήν), είτε ως Πρόεδρος της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών, είτε ως Διευθυντής χορωδιών στην Ελλάδα και στη Γαλλία. Το γεγονός ότι επεδίωκε πάντα το καινούριο, ότι γοητεύονταν από τη γνώση και το πείραμα, τον έκανε να ασχοληθεί με το νέο είδος, αυτό της πολυφωνικής επεξεργασίας του ορθόδοξου εκκλησιαστικού μέλους.

 

Έτσι, η μουσική του Σπάθη ακούγονταν για περίπου έναν αιώνα στον ελληνορθόδοξο Ναό του Αγ. Στεφάνου, σε μια από τις μεγαλύτερες πρωτεύουσες της Ευρώπης, καταστώντας γνωστή την ελληνική εκκλησιαστική μας μουσική στη Δύση. Το γεγονός αυτό τον τοποθετεί σε μια θέση στην νεοελληνική ιστορία που δεν μπορεί εύκολα, ούτε να αγνοηθεί, ούτε να παραγκωνιστεί από κανέναν μας, είτε συμφωνούμε με τις μουσικές επιλογές του Σπάθη είτε όχι.

 

Σήμερα γνωρίζουμε όλοι πως η ελληνική Εκκλησία κρατά τελικά μια ουδέτερη στάση (και κατά περιπτώσεις θετική[36]) στο θέμα αυτό. Πάρα πολλοί ορθόδοξοι ναοί στην Ελλάδα τελούν τις Κυριακές δεύτερη λειτουργία, η οποία συνοδεύεται από πολυφωνικό μικτό χορό. Έτσι, δίνεται η δυνατότητα στους σύγχρονους Έλληνες να διαλέξουν, ανάλογα με τις εμπειρίες τους, την αισθητική τους, αλλά και τις απόψεις τους, αφήνοντας πίσω κάθε φανατική αντίδραση.

 

 

Ελένη Παπαδοπούλου

Παρίσι 2001

 

 

ΑΡΧΗ

Σπυρίδων Σπάθης - Αρχική σελίδα

Ελληνορθόδοξη Μητρόπολη Γαλλίας - Ελένη Παπαδοπούλου

Η ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ ΕΡΓΩΝ ΤΟΥ ΣΠΥΡΙΔΩΝΑ ΣΠΑΘΗ – ΜΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΣΕ ΕΚΚΡΕΜΟΤΗΤΑ

 



[1] Ένας από τους αδελφούς του ήταν ο Κωνσταντίνος Σπάθης (1876-1940), μουσικός που έδρασε κυρίως στη Μακεδονία. Την πληροφορία επιβεβαιώνει και ο Σπύρος Μοτσενίγος στο βιβλίο του Νεοελληνική Μουσική, Αθήναι, 1958, σ. 19, υποσ. 1.

[2] Να πώς χαρακτηρίζεται ο Σπάθης στον Εξηγητή των Αγίων Γραφών και των Χριστιανικών Διδασκαλιών, έτος Ζ΄, αρ. 1, Ιανουάριος 1896, Μασσαλία από τον Θ. Η αξιότιμος Επιτροπή προ ενός και επέκεινα μηνός από των Εγκαινίων μετεκαλέσατο εξ Αθηνών τον κ. Σ. Σπάθην, μουσικόν εμπειροτέχνην, όπως καταρτίση τον μουσικόν χορόν.

[3] ΚΑΤΑΚΟΥΖΗΝΟΣ Αλέξανδρος (Τεργέστη 1824-Αθήνα 1892). Σπούδασε στην Αθήνα κι έπειτα, στο Παρίσι και τη Βιέννη. Έκανε γνωστή την τετράφωνη εκκλησιαστική μουσική στη Βιέννη, καθώς διηύθυνε για 17 χρόνια την εκκλησιαστική χορωδία. Στη συνέχεια, έζησε στην Οδησσό της Ρωσίας 9 έτη (1861-1870), όπου είχε την ίδια δράση στο Ναό της Αγ. Τριάδας και απ’ όπου κλήθηκε από τη Βασίλισσα Όλγα στην Αθήνα.

[4] ΜΟΤΣΕΝΙΓΟΣ Σπύρος, Νεοελληνική Μουσική, Αθήναι, 1958, σ. 314.

[5] ΠΑΓΙΔΑΣ Δ., « Γράμματα απ’το Παρίσι. Ανθίππη και Φανή Σεβαστού », Κυδωνιάτικος Αστήρ, 9ο έτος, τχ. 90, Μάρτιος 1971, σ. 1. Η ίδια πληροφορία επιβεβαιώνεται και από τη μαρτυρία της κόρης του Σπάθη, Ελένη-Κλεοπάτρα. 

[6] ΛΕΩΤΣΑΚΟΣ Γεώργιος, Σπάθης Σπυρίδων, Λεξικό Ελλήνων Συνθετών, Εκδοτική Αθηνών, Αθήνα, 1985, σ. 353.

[7] Βεβαίωση της 10ης Ιουνίου 1875, φέρει τον αρ. 4 και υπογράφεται από το Αλ. Κατακουζηνό και τον κ. Αινέση.

[8] Είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως τον Σπάθη τον γοήτευε η γνώση και κατευθύνονταν στα μεγάλα κέντρα. Γνωρίζουμε λοιπόν από τα χαρτιά της εγγραφής του στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης, ότι σπούδασε χειρουργική κοντά στο σπουδαίο χειρουργό Theodor BILLROTH, ο οποίος μέχρι σήμερα είναι γνωστός στον ιατρικό κόσμο, από την πρώτη χειρουργική επέμβαση που επιχείρησε σε καρκίνο στομάχου και η οποία έως σήμερα φέρει το όνομά του.

[9] Στις 24 Μαΐου 1886 του απενεμήθηκε ο « Αργυρούς Σταυρός των Ιπποτών του Βασιλικού Τάγματος ».

[10] ΓΕΛΑΔΑΚΗ Ελένη (1859 ? – 1906). Ανηψιά της Σοφίας Καστριώτη, συζύγου του γνωστού Γερμανού αρχαιολόγου Heinrich Schliemann. Είναι ενδεικτικό για το χαρακτήρα του Σπάθη το γεγονός ότι η κ. Καστριώτη, ακόμη και μετά το θάνατο της ανηψιάς της, κράτησε μια πολλή ζεστή σχέση με τον Σπάθη, καθώς τον επισκέπτονταν αρκετά συχνά στο Παρίσι. Βλ. PAPADOPOULOU Hélène, La vie et l’œuvre de Spyridon Spathis, D.E.A en Histoire de la Musique et Musicologie Université de Paris-Sorbonne (Paris IV), σ. 20.

[11] ΜΟΤΣΕΝΙΓΟΣ Σπύρος, Νεοελληνική Μουσική, Αθήναι, 1958, σ. 252, υπ. 1. Ο ορθόδοξος Ναός στη Μασσαλία αγόρασε τη λειτουργία του Σπ. Σπάθη έναντι του ποσού των 10 000 FF. Επιβεβαιώνεται και από την κ .Σπάθη-Petersen.

[12] PAPADOPOULOU Hélène, Ibid, σ. 20.

[13] ΜΟΤΣΕΝΙΓΟΣ Σπύρος, Ibid, σ. 330.

[14] ΜΟΤΣΕΝΙΓΟΣ Σπύρος, Ibid, σσ. 330-331.

[15] Εκτός από τη μαρτυρία του Σπύρου Μοτσενίγου, στο ίδιο συμπέρασμα καταλήγουμε και από τις διηγήσεις της κόρης του, Ελένη Σπάθη.

[16] Επιστολή της 1ης Μαΐου 1893 του Νικόλαου Μαυροκορδάτου, πρέσβη της Ελλάδας στην Κωνσταντινούπολη, προς τον Πρόεδρο της Φιλαρμονικής Εταιρείας Αθηνών, κ. Σπ. Σπάθη.

[17] Έτσι ονομάστηκε το μεγάλο ζήτημα που ανέκυψε το 19ο αι., μετά από κάποιες προσπάθειες εναρμόνισης της εκκλησιαστικής μας μουσικής που έλαβαν χώρα πρώτα στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού κι έπειτα στην Ελλάδα, σχετικά με το αν μπορεί και αν πρέπει να γίνει κάτι τέτοιο χωρίς να αλλάζει το ύφος της.

[18] ΜΟΤΣΕΝΙΓΟΣ Σπύρος, Ibid, σ. 333.

[19] Όλες οι μαρτυρίες οδηγούν στο ίδιο συμπέρασμα, πως μόνο ο Σπάθης θα μπορούσε να αναλάβει ένα τέτοιο έργο. Από τα έγγραφα που σώζονται ως σήμερα, αλλά και από τις μαρτυρίες της κόρης του, είναι κατανοητό πως δεν ενδιέφεραν μόνον οι μουσικές γνώσεις και ικανότητες, αλλά κυρίως οι οργανωτικές και διοικητικές, απόλυτα αναγκαίες για έναν τέτοιο σκοπό. Εξηγητή των Αγίων Γραφών και των Χριστιανικών Διδασκαλιών, Ibid.

[20] Από το βιβλίο – αφιέρωμα στα 100 χρόνια του Καθεδρικού Ελληνκού Ορθόδοξου Ναού του Αγ. Στεφάνου Παρισίων, σ. 29.

[21] Livre du centenaire de la cathédrale orthodoxe grecque Saint Stéphane de Paris, Athènes, édition de l’archevêché orthodoxe grec de France, 1995, σ. 69.

[22] Η Φανή Σεβαστού κατάγονταν από τη μεγάλη οικογένεια Σεβαστού από το Αϊβαλί. Είχε άλλες δύο αδελφές, την Ανθίππη και την Κλεοπάτρα, η οποία σπούδασε στη Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα. Η Φανή ασχολούνταν με το τραγούδι. Και οι τρεις αδελφές ήλθαν στο Παρίσι, όπου παντρεύτηκαν. Η 1η, η Ανθίππη, το συγγραφέα Antonin Burand και μετά το θάνατό του, το φιλόσοφο-συγγραφέα Paul Louis Couchoud, η Φανή το Σπυρίδωνα Σπάθη και η 3η, η Κλεπάτρα, το γνωστό γλύπτη Antoine Bourdelle, μαθητή του Rodin.

[23] PAPADOPOULOU Hélène, Ibid, σ. 28.

[24] Βλ. παραπάνω σ. 6.

[25] Φυλάσσεται στο προσωπικό μας αρχείο κατόπιν ευγενούς παραχωρήσεως από τον κ. Γεώργιο Λεωτσάκο.

[26] PAPADOPOULOU Hélène, Ibid, σ. 31.

[27] Την παράμετρο ύφος την αφήνουμε ανέγγιχτη, διότι θα έπρεπε να απαντηθούν ερωτήματα σχετικά με το αν πρέπει και αν μπορεί να υπάρχει πολυφωνική επεξεργασία του εκκλησιαστικού μέλους και στην περίπτωση θετικής απάντησης, να σκεφτούμε το πώς.

[28] Σύμφωνα με το άρθρο 26, ο μαέστρος λαμβάνει το ποσό των 20 φράγκων για κάθε νεκρώσιμη ακολουθία και το ποσό των 30 φράγκων για κάθε γαμήλια. Μέχρι τώρα, δεν έπεσε στα χέρια μας κάποια τροποποίηση αυτού του συμβολαίου.

[29] 1950 Pittsburg.

[30] Πρόκειται για τέσσερις ύμνους που εναρμονίστηκαν από τον Σπ. Σπάθη και ηχογραφήθηκαν στο Ναό του Αγ. Στεφάνου στο Παρίσι το 1952 : Του Δείπνου Σου του Μυστικού, Επιτάφιος Θρήνος, Χριστός Ανέστη και Μεγάλυνον ψυχή μου.

[31] Αντίγραφο των ηχογραφήσεων υπάρχει στο προσωπικό μας αρχείο.

[32] Livre du centenaire de la cathédrale orthodoxe grecque Saint Stéphane de Paris, Athènes, édition de l’archevêché orthodoxe grec de France, 1995.

[33] Πρόκειται για ένα ύμνο που έγραψε ο Πετσάλης και εναρμόνισε ο Σπάθης.

[34] Έτσι ονομάζεται ο ρυθμός που προκύπτει από τον τονισμό των λέξεων μέσα στο μέλος.

[35] Crescendo, diminuendo, forte, fortissimo, piano κτλ.

[36] Δεν είναι λίγοι οι ιερείς σήμερα που παρακινούν πιστούς τους να οργανώσουν και να συμμετέχουν πολυφωνικές χορωδίες και πραγματοποιούν τις Κυριακές 2η λειτουργία στο Ναό τους, προκειμένου να ακουστεί η προσπάθεια αυτή.